faltering

Αγγλικά (en)

Προφορά

/ˈfɔːltərɪŋ/

Επίθετο

faltering (en)

  1. ασυνεπής στατιστικά, έχων ασυνεπούς απόδοσης, (μεταφορικά) κυμαινόμενος, ασταθής/μη σταθερός σε κάποια (-ες) ιδιότητα
    • αυτός που δεν αποδίδει το ίδιο/μη σταθερής απόδοσης-τιμής/ασταθής βαθμολογικά-αξιακά-ηθικά-ιδεολογικά-κριτικά
  2. αβέβαιος, διστακτικός
  3. ταλαντευόμενος, που ταλαντεύεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.