faltering

Αγγλικά (en)

Προφορά
/ˈfɔːltərɪŋ/

Επίθετο
faltering (en)
- ασυνεπής στατιστικά, έχων ασυνεπούς απόδοσης, (μεταφορικά) κυμαινόμενος, ασταθής/μη σταθερός σε κάποια (-ες) ιδιότητα
- αυτός που δεν αποδίδει το ίδιο/μη σταθερής απόδοσης-τιμής/ασταθής βαθμολογικά-αξιακά-ηθικά-ιδεολογικά-κριτικά
- αβέβαιος, διστακτικός
- ταλαντευόμενος, που ταλαντεύεται
Συνώνυμα: wavering
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.