faber

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

faber < πρωτοϊταλική *fabros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰabʰ-

Ουσιαστικό

faber (la) αρσενικό

  1. ο εργάτης, ο τεχνίτης
    αρχαία ελληνικά τέκτων
  2. faber lignarius : ο ξυλουργός
  3. faber aerarius: ο σιδηρουργός
  4. στον πληθυντικό: χειρώνακτες

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική faber fabrī
γενική fabrī fabrōrum
δοτική fabrō fabrīs
αιτιατική fabrum fabrōs
κλητική faber fabrī
αφαιρετική fabrō fabrīs
(β' κλίση)

Επίθετο

faber (la), -bra, -brum

  1. τεχνικός

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική faber fabra fabrum fabrī fabrae fabra
γενική fabrī fabrae fabrī fabrōrum fabrārum fabrōrum
δοτική fabrō fabrae fabrō fabrīs fabrīs fabrīs
αιτιατική fabrum fabram fabrum fabrōs fabrās fabra
κλητική faber fabra fabrum fabrī fabrae fabra
αφαιρετική fabrō fabrā fabrō fabrīs fabrīs fabrīs
(Δευτερόκλιτα επίθετα) (Αντωνυμίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.