extend
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | extend |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | extends |
| αόριστος | extended |
| παθητική μετοχή | extended |
| ενεργητική μετοχή | extending |
Ρήμα
extend (en)
- (μεταβατικό) επιμηκύνω, μακραίνω, επεκτείνω, κάνω κάτι πιο μακρύ
- (μεταβατικό) επιμηκύνω, μακραίνω, παρατείνω, κάνω κάτι διαρκεί περισσότερο
- (μεταβατικό) επεκτείνω, κάνω μια επιχείρηση, μια ιδέα κτλ. να καλύψει περισσότερες περιοχές ή να εκμεταλλευτεί σε περισσότερα μέρη
- (αμετάβατο) επεκτείνω, συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι
- ↪ The strike also extended to the private sector.
- Η απεργία επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα.
- ↪ The strike also extended to the private sector.
- (αμετάβατο) απλώνομαι, εκτείνομαι, καλύπτω μια συγκεκριμένη περιοχή, απόσταση ή χρονικό διάστημα
- ↪ The parks extends to the river.
- Το πάρκο απλώνεται ως το ποτάμι.
- ↪ The beach extends many miles.
- Η παραλία εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων.
- ↪ The parks extends to the river.
- (μεταβατικό) απλώνω, τεντώνω μέρος του σώματός μου, ειδικά ένα χέρι ή ένα πόδι, το απομακρύνω από το σώμα μου.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.