empire
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| empire | empires |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɛmpaɪ.ə/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɛmˌpaɪɹ/ (αμερικανικό)
Ουσιαστικό
empire (en)
- (ιστορία) η αυτοκρατορία
- ↪ The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
- Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Μεσόγειο.
- ↪ The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
Συγγενικά
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ετυμολογία 1
| ενικός | πληθυντικός |
| empire | empires |
- empire < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική empire < (κληρονομημένο) λατινική imperium
Ουσιαστικό
empire (fr) αρσενικό
- (ιστορία) η αυτοκρατορία
- ↪ l'empire perse - η περσική αυτοκρατορία
- το κράτος, η επήρεια
- ↪ Il était sous l'empire de l'alcool.
- Βρισκόταν υπό την επήρεια του αλκοόλ (οινοπνεύματος).
- ↪ Il était sous l'empire de l'alcool.
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
- empire: κλιτικός τύπος
Ρηματικός τύπος
empire (fr)
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του empirer
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του empirer
Πηγές
- empire - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.