dry up
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | dry up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | dries up |
| αόριστος | dried up |
| παθητική μετοχή | dried up |
| ενεργητική μετοχή | drying up |
Προφορά
Ρήμα
dry up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στερεύω, στεγνώνω, ξεραίνω, για ποτάμια, λίμνες κτλ. που ξηραίνονται τελείως
- ↪ Our well has dried up.
- Το πηγάδι μας στέρεψε.
- ↪ The streams/wells have completely dried up.
- Στέγνωσαν/Ξεράθηκαν εντελώς τα ποτάμια/τα πηγάδια.
- ↪ Our well has dried up.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στερεύω, υπάρχει σταδιακά λιγότερο από αυτό μέχρι να μείνει κανένα
- ↪ It seems his imagination has dried up.
- Φαίνεται ότι στέρεψε η φαντασία του.
- ↪ It seems his imagination has dried up.
- (αμετάβατο) ξαφνικά σταματάω να μιλάω γιατί δεν ξέρω τι να πω μετά
- (μεταβατικό & αμετάβατο, βρετανικά αγγλικά) στεγνώνω τα πιάτα με μια πετσέτα αφού τα έχω πλύνει
Εκφράσεις
- dry up and blow away: φεύγω, εξαφανίζομαι
Πηγές
- dry up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 607, 815, 817. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεραίνω, στεγνώνω, στερεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.