distillateur
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | distillateur | distillateurs |
| θηλυκό | distillatrice | distillatrices |
Ουσιαστικό
distillateur (fr)
- παραγωγός και πωλητής προϊόντων της απόσταξης· αποσταγματοποιός
- (ειδικότερα) παραγωγός κολόνιας και άλλων αρωμάτων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.