distillateur

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό distillateur distillateurs
θηλυκό distillatrice distillatrices

Ουσιαστικό

distillateur (fr)

  1. παραγωγός και πωλητής προϊόντων της απόσταξης· αποσταγματοποιός
  2. (ειδικότερα) παραγωγός κολόνιας και άλλων αρωμάτων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.