dispositif

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dispositif dispositifs

dispositif (fr) αρσενικό

  1. επινόημα
  2. συσκευή
  3. (νομικός όρος) τελικό κείμενο μιας δικαστικής απόφασης, μετά την εισαγωγή και τα επιχειρήματα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη disposer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.