rempart

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
rempart remparts

Ουσιαστικό

rempart (fr) αρσενικό

  1. το τείχος
  2. (στον πληθυντικό) περιοχή μιας πόλης ανάμεσα στα τείχη της και τις πιο κοντινές κατοικίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.