die off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας die off
γ΄ ενικό ενεστώτα dies off
αόριστος died off
παθητική μετοχή died off
ενεργητική μετοχή dying off

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις die και off

Ρήμα

die off (en)

  1. για κάτι νεκρό ή πλέον μη ενεργό
  2. για κάτι που σιγοσβήνει, χάνεται, εξαφανίζεται σταδιακά
  3. (επιφώνημα, προστακτική) ψόφα!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.