défilement

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

défilement < défiler + -ment

Προφορά

ΔΦΑ : /de.fil.mɑ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
défilement défilements

défilement (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) η χρήση των φυσικών εμποδίων για την απόκρυψη, προστασία, κ.α. από τον εχθρό
  2. (τεχνολογία) η συνεχής μετακίνηση μιας ταινίας στο εσωτερικό ενός μηχανήματος
  3. (πληροφορική) η οριζόντια και κατακόρυφη μετακίνηση ενός γραφικού στοιχείου πάνω σε μια οθόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.