défilement
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.fil.mɑ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| défilement | défilements |
défilement (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) η χρήση των φυσικών εμποδίων για την απόκρυψη, προστασία, κ.α. από τον εχθρό
- (τεχνολογία) η συνεχής μετακίνηση μιας ταινίας στο εσωτερικό ενός μηχανήματος
- (πληροφορική) η οριζόντια και κατακόρυφη μετακίνηση ενός γραφικού στοιχείου πάνω σε μια οθόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.