débrayer

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /de.bʁɛ.je/

Ρήμα

débrayer (fr) (μεταβατικό)

  1. διακόπτω τη μετάδοση της κίνησης από τον κινητήρα
  2. πατώ τον συμπλέκτη

(αμετάβατο)

  1. (οικείο) σταματώ την εργασία μου, κυρίως για να διαμαρτυρηθώ για κάτι

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.