custom-made

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

custom-made < custom + made

Επίθετο

custom-made (en) (χωρίς παραθετικά)

  • κατά παραγγελία, επί παραγγελία, που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για ένα συγκεκριμένο άτομο
    custom-made shirts - πουκάμισα επί παραγγελία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη tailor-made

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.