accuracy
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| accuracy | accuracies |

Ετυμολογία
- accuracy < accurate + -cy
Ουσιαστικό
accuracy (en)
- (μη μετρήσιμο) η ακρίβεια, η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ακριβής ή σωστός
- ↪ the accuracy of a translation/description - η ακρίβεια μιας μετάφρασης/περιγραφής
- ↪ When words are used with accuracy…
- Όταν οι λέξεις χρησιμοποιούνται χωρίς ακρίβεια…
- ↪ I dispute the accuracy of your information.
- Αμφισβητώ την ορθότητα των πληροφοριών σου.
- ≈ συνώνυμα: advisability, correctness, rightness και soundness
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ακρίβεια, ο βαθμός στον οποίο μια μέτρηση, ένας υπολογισμός κτλ. είναι ακριβής ή σωστός
- ↪ the accuracy of a clock - η ακρίβεια ενός ρολογιού
Σημειώσεις
- κοντά στην ορθή τιμή όταν παίρνεις πολλές μετρήσεις (πολλές μετρήσεις χρειάζονται για στατιστική αξιολόγηση) όμως δεν προσδιορίζει η λέξη accuracy το εύρος διασποράς μεταξύ των μετρήσεων (συγκρίνετε με το precision
- η διαφορά μεταξύ accuracy και precision αφορά ορολογία (συνήθως τεχνική ή στατιστική), στον καθημερινό λόγο συχνά τα ερμηνεύματα αυτά αναμιγνύονται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.