contextualisation
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| contextualisation | contextualisations |
Ουσιαστικό
contextualisation (fr) θηλυκό
- η τοποθέτηση μιας ιδέας, μιας λέξης, κ.α. σε ένα συγκειμενικό πλαίσιο
- η τοποθέτηση ενός γεγονότος σε ένα γενικότερο σύνολο περιστάσεων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη contexte
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.