connectivity

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

connectivity < connectiv(e) + -ity

Ουσιαστικό

connectivity (en)

  1. συνδεσιμότητα
  2. (τηλεπικοινωνίες) συνδετικότητα [1]

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • Java DataBase Connectivity (JDBC)

Αναφορές

  1. από αναζήτηση «connectivity» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.