compromised

Αγγλικά (en)

Επίθετο

compromised (en)

  1. εκτεθειμένος, προδομένος, που έχει διακυβευτεί
  2. κάτι στο οποίο έχουν παρεισφρήσει αντίπαλοι, ξένα στοιχεία, που έχει αλωθεί, εκπορθηθεί
  3. (υγεία) ανοσοκατεσταλμένος, ανοσοανεπαρκής
    Much of this research has focused on the elderly, children, or people with compromised immune systems.
    Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας εστιάστηκε σε ηλικιωμένους, παιδιά ή άτομα σε ανακαταστολή -άτομα με ανοσολογική ανεπάρκεια.

Ρηματικός τύπος

compromised (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.