compile-time
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
compile-time (en)
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) το στάδιο μεταγλώττισης ή στάδιο μετάφρασης[1]
- άλλη γραφή του compile time
Επίθετο
compile-time (en)
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) κάτι που συμβαίνει κατά το στάδιο της μεταγλώττισης (π.χ. compile-time error)
Αντώνυμα
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
-
compile-time στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.