collaborate

Αγγλικά (en)

ενεστώτας collaborate
γ΄ ενικό ενεστώτα collaborates
αόριστος collaborated
παθητική μετοχή collaborated
ενεργητική μετοχή collaborating

Ρήμα

collaborate (en)

  1. (αμετάβατο) συνεργάζομαι με κάποιον για να παράγω ή να πετύχω κάτι
    Many scientists will collaborate on that project.
    Πολλοί επιστήμονες θα συνεργαστούν σ' αυτό το πρόγραμμα.
    We are collaborating to write a dictionary.
    Συνεργαζόμαστε στη συγγραφή ενός λεξικού.
     συνώνυμα: work together, band together, come together, cooperate, join forces, pull together και team up
  2. (αμετάβατο, κακόσημο) συνεργάζομαι, βοηθώ τον εχθρό που έχει καταλάβει τη χώρα μου κατά τη διάρκεια ενός πολέμου
    Anyone who collaborates with the enemy will…
    Όποιος συνεργαστεί με τον εχθρό θα…
    Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
    Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.