collaboration

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

collaboration (en)

  1. συνεργασία
  2. σύμπραξη με τον κατακτητή, δωσιλογισμός

Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

collaboration (fr)

  1. η συνεργασία, η συμπαράταξη, η σύμπραξη
  2. η συνεργασία προδοτικής φύσης με τον κατακτητή, ο δωσιλογισμός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.