join forces

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

join forces <  δείτε τις λέξεις join και forces

Έκφραση

join forces (en)

  • (ιδιωματισμός) συνεργάζομαι, ενώνομαι για να πετύχω έναν κοινό στόχο
    We must join forces to get him out of the market.
    Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
    We must join forces to avoid a new war.
    Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη collaborate

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.