chiffreur
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | chiffreur | chiffreurs |
| θηλυκό | chiffreuse | chiffreuses |
Ουσιαστικό
chiffreur (fr)
- κάποιος που γράφει (ή καταγράφει) αριθμούς
- υπάλληλος κρυπτογραφικής υπηρεσίας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη chiffrer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.