cendrée

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
cendrée cendrées

Ουσιαστικό

cendrée (fr) θηλυκό

  1. αφρός μόλυβδου
  2. μικρή σφαίρα από μόλυβδο για το κυνήγι μικρών ζώων ή πτηνών
  3. μικρή βαρύδι από μόλυβδο για τις πετονιές
  4. υλικό με βάση ορυκτό γαιάνθρακα που καλύπτει τις πίστες αγώνων στα στάδια
  5. η πίστα αγώνα δρόμου σε στάδιο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη cendre

Κλιτικός τύπος επιθέτου

cendrée (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.