butoir

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

butoir < buter

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
butoir butoirs

butoir (fr) αρσενικό

  1. εργαλείο που ξύνει το δέρμα
  2. εξάρτημα πάνω στο οποίο σταματά η διαδρομή άλλου εξαρτήματος ή κάποιου μηχανήματος

Εκφράσεις

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.