buter
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /by.te/
Ρήμα
buter (fr)
- (αμετάβατο) χτυπώ το πόδι πάνω σε κάτι που εξέχει από το έδαφος· (μεταφορικά) συναντώ κάποια απροσδόκητη δυσκολία
- (μεταβατικό) υποστηρίζω, στηρίζω κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.