brutal

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός brutal
συγκριτικός more brutal
υπερθετικός most brutal

Επίθετο

brutal (en)

  1. βάναυσος, κτηνώδης, με βία και σκληρότητα
    brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση/κτηνώδης μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
  2. ωμός, που είναι άμεσο και ξεκάθαρο για κάτι δυσάρεστο· μη σκέφτομαι τα συναισθήματα των ανθρώπων
    The brutal truth is that…
    Η ωμή αλήθεια είναι ότι…

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bʁy.tal/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό brutal brutaux
θηλυκό brutale brutales

brutal (fr)

  1. βίαιος
  2. απότομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.