brutal
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | brutal |
| συγκριτικός | more brutal |
| υπερθετικός | most brutal |
Επίθετο
brutal (en)
- βάναυσος, κτηνώδης, με βία και σκληρότητα
- ↪ brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση/κτηνώδης μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
- ωμός, που είναι άμεσο και ξεκάθαρο για κάτι δυσάρεστο· μη σκέφτομαι τα συναισθήματα των ανθρώπων
- ↪ The brutal truth is that…
- Η ωμή αλήθεια είναι ότι…
- ↪ The brutal truth is that…
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /bʁy.tal/
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.