breed

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
breed breeds

breed (en)

  1. η ράτσα, ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά, ειδικά ένα είδος σκύλου, γάτας, αλόγου ή ζώου φάρμας
    a dog breed/a breed of dogs - ράτσα σκυλιών
    horse breeds - ράτσες αλόγου
    a breed of cow - ράτσα αγελάδας
    The creation of a new and improved breed is pursued with the application of zootechnical breeding methods.
    Με την εφαρμογή ζωοτεχνικών μεθόδων αναπαραγωγής επιδιώκεται η δημιουργία νέας βελτιωμένης ράτσας.
  2. (συνήθως ενικός) η ράτσα, ένας τύπος ανθρώπου
    They are all of the same breed.
    Ίδια ράτσα είναι όλοι τους.

Ρήμα

ενεστώτας breed
γ΄ ενικό ενεστώτα breeds
αόριστος bred
παθητική μετοχή bred
ενεργητική μετοχή breeding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

breed (en)

  1. τρέφω, εκτρέφω
  2. δημιουργώ, αναπαράγω
  3. ζευγαρώνω, αναπαράγομαι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.