bora
Ιταλικά (it)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɔ.ra/
Ουσιαστικό
bora (it) (πληθυντικός bore)
- ονομασία ξηρού ψυχρού βορειοανατολικού ανέμου ο οποίος πνέει στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- bora < (άμεσο δάνειο) ιταλική borea < λατινική boreas < αρχαία ελληνική Βορέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.