μπλουζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπλουζ < (λόγιο δάνειο) αγγλική blues [1] (κυριολεκτικά: τα μπλε (για τις «μπλε» νότες, τα μπλε διαστήματα) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbluz/

Ουσιαστικό

μπλουζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) είδος μουσικής, τραγουδιών που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα από τις αφροαμερικάνικες κοινότητες του νότου των Η.Π.Α. με χαρακτηριστικές αρμονικές συνδέσεις του είδους και ύφος μπαλάντας
  2. (χορός) αργός χορός για ζευγάρι με μουσική μπλουζ
    Περίμενε όλο το βράδυ για να χορέψει ένα μπλουζ μαζί της.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.