bled
Αγγλικά
(en)
Ρηματικός τύπος
bled
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
bleed
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
bled
bleds
bled
(fr)
αρσενικό
(στη βόρεια
Αφρική
) η
εξοχή
, η
ενδοχώρα
(
οικείο
)
τόπος
,
χωριό
,
ξερότοπος
≈
συνώνυμα
:
patelin
,
trou
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.