blackmail
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- ο εκβιασμός, ο εξαναγκασμός κάποιου να δώσει χρήματα για να μην αποκαλύψει ο εκβιαστής ενοχλητικές λεπτομέρειες της ζωής του
- ↪ Blackmail is a type of crime.
- Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
- ↪ He was forced to give in to blackmail.
- Αναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό.
- ↪ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
- Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
- ↪ Blackmail is a type of crime.
Συνώνυμα
Ρήμα
| ενεστώτας | blackmail |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | blackmails |
| αόριστος | blackmailed |
| παθητική μετοχή | blackmailed |
| ενεργητική μετοχή | blackmailing |
blackmail (en)
- εκβιάζω, αναγκάζω με απειλές ή άλλα μέσα κάποιον να κάνει ακούσια κάτι
- ↪ They tried to blackmail him.
- Προσπάθησαν να τον εκβιάσουν.
- ↪ They tried to blackmail him.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.