debase

Αγγλικά (en)

ενεστώτας debase
γ΄ ενικό ενεστώτα debases
αόριστος debased
παθητική μετοχή debased
ενεργητική μετοχή debasing

Ετυμολογία

debase < de- + base

Ρήμα

debase (en)

  • (μεταβατικό) εξευτελίζω, κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο πολύτιμο ή λιγότερο σεβαστό
    I won’t go so far as to debase myself by begging him.
    Δεν θα εξευτελιστώ σε τέτοιο σημείο ώστε να τον παρακαλέσω.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη humiliate

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.