appelé
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| appelé | appelés |
appelé (fr) αρσενικό
- o φαντάρος, o στρατιώτης, αυτός που κλήθηκε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη appeler
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.