amo
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- amo < am- + -o
Αντώνυμα
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.moː/
- ⓘ
Ρήμα
amo (la) (ămo1-amāvi-amātum-amāre)
- αγαπώ
- ↪ Η πρώτη φράση του βιβλίου μας των Λατινικών ήταν «regina rosas amat».
- υποχρεώνομαι
- απολαμβάνω, μου αρέσει
Συγγενικά
Κλίση
Α' συζυγία (amo, amavi, amatum, amare)
|
Πηγές
- amo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.