εν πτήσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν πτήσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, πτήσει (δοτική ενικού του πτῆσις)  δείτε τις λέξεις εν και πτήση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν πτήσει

  • (αεροπορικός όρος, λόγιο) στη διάρκεια της πτήσης
    το ατύχημα συνέβη εν πτήσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.