affected

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

affected (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του affect

Επίθετο

affected (en)

  1. πειραγμένος, αλλαγμένος, τεχνητός, προσποιητός, επιτηδευμένος
    He spoke with an affected English accent. (Μιλούσε με επιτηδευμένη βρετανική προφορά)
  2. επηρεασμένος συναισθηματικά, αγγιγμένος από κάτι, συγκινημένος
  3. επηρεασμένος από κάτι αρνητικά, πληγείς, θιγμένος, με επιπτώσεις από αρρώστια, φυσική καταστροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.