address
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /əˈdɹɛs/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| address | addresses |
address (en)
- η διεύθυνση
- ↪ I don’t remember my address.
- Δε θυμάμαι τη διεύθυνσή μου.
- ↪ I don’t remember my address.
- (πληροφορική) διεύθυνση μνήμης
- δείτε επίσης: Memory address στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | address |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | addresses |
| αόριστος | addressed |
| παθητική μετοχή | addressed |
| ενεργητική μετοχή | addressing |
address (en)
- απευθύνομαι σε κάποιον
- εστιάζω θεματικά σε κάτι (πχ σε ομιλία, κείμενο, ανάλυση, αντιμετώπιση προβλήματος κτλ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.