address

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /əˈdɹɛs/
 
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
address addresses

address (en)

  1. η διεύθυνση
    I don’t remember my address.
    Δε θυμάμαι τη διεύθυνσή μου.
  2. (πληροφορική) διεύθυνση μνήμης
    δείτε επίσης: Memory address στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας address
γ΄ ενικό ενεστώτα addresses
αόριστος addressed
παθητική μετοχή addressed
ενεργητική μετοχή addressing

address (en)

  1. απευθύνομαι σε κάποιον
  2. εστιάζω θεματικά σε κάτι (πχ σε ομιλία, κείμενο, ανάλυση, αντιμετώπιση προβλήματος κτλ)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.