Saba
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία 1
- Saba < λατινική Saba (< αρχαία ελληνική Σάϐα)
Ετυμολογία 2
- Saba < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή Σάβας (Σάββας)
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Saba < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Saba < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Saba < → λείπει η ετυμολογία
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- Saba < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Saba < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.