Σαβά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σαβά < αρχαία ελληνική Σάϐα < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שבא • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Σαβά ουδέτερο, άκλιτο
- (θρησκεία, ιστορία) αρχαία χώρα της Ασίας, βιβλικό βασίλειο που θεωρείται πως βρισκόταν στο νότιο τμήμα της αραβικής χερσονήσου, περίπου στο χώρο που καταλαμβάνει η Υεμένη, καθώς και στην Αιθιοπία
-
Βασίλισσα του Σαβά στη Βικιπαίδεια
(10ος αι. π.Χ.), βιβλική μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.