Reich
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | das | Reich | die | Reiche |
| γενική | des | Reichs Reiches |
der | Reiche |
| δοτική | dem | Reich Reiche |
den | Reichen |
| αιτιατική | das | Reich | die | Reiche |
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Reich (de), ουδέτερο
- χώρα που κυβερνάται από μονάρχη, π.χ. βασίλειο ή αυτοκρατορία
- Das Vereinigte Königreich - To Ηνωμένο Βασίλειο
- Das Byzantinische Reich - Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
- (βιολογία) μεγάλη ταξινομική κατηγορία των έμβιων όντων, βασίλειο
Παράγωγα
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Reich < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Reich < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Reich < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Reich < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.