Χίτλερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Χίτλερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Hitler
Κύριο όνομα
Χίτλερ αρσενικό άκλιτο
- (ιστορία) καγκελάριος και δικτάτορας της Γερμανίας, αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Ναζιστικό κόμμα, NSDAP)
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
Παράγωγα
- χιτλερικός
- χιτλεριστής, χιτλερίστρια
- χιτλερισμός
Εκφράσεις
- Χάιλ Χίτλερ
-
Αδόλφος Χίτλερ στη Βικιπαίδεια
1889-1945
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.