Χίτλερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Χίτλερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Hitler

Κύριο όνομα

Χίτλερ αρσενικό άκλιτο

  1. (ιστορία) καγκελάριος και δικτάτορας της Γερμανίας, αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Ναζιστικό κόμμα, NSDAP)
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) 

προγενέστερες, ιστορικές γραφές του οικογενειακού επωνύμου:

Παράγωγα

Εκφράσεις

  • Χάιλ Χίτλερ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.