Chinese

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
Chinese Chinese

Επίθετο

Chinese (en)

Ουσιαστικό

Chinese (en)

  1. (εθνικό όνομα) Κινέζος

Κύριο όνομα

Chinese (en)

  1. (γλώσσα) τα κινέζικα, η κινεζική γλώσσα
  2. το κινέζικο (φαγητό)



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Chinese (de) αρσενικό (θηλυκό Chinesin)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Chinese < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Chinese αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.