-οπούλου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -οπούλου > λόγια γενική ενικού του αρσενικού -όπουλος
Επίθημα
-οπούλου θηλυκό άκλιτο (και -πούλου)
οι μορφές
- -οπούλου Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -οπούλου (νέα ελληνικά)
- -πούλου Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -πούλου (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.