-λεως

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -λεως οἱ -λε
      γενική τοῦ -λεω τῶν -λεων
      δοτική τῷ -λε τοῖς -λεῳς
    αιτιατική τὸν -λεων τοὺς -λεως
     κλητική ! -λεως -λε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -λεω
γεν-δοτ τοῖν  -λεῳν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-λεως <  δείτε τη λέξη λαός

Επίθημα

-λεως αρσενικό

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Ανδρικά ονόματα με επίθημα -λεως (αρχαία ελληνικά)
  • Λέξεις -λεως @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.