Δεξίλεως
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Δεξίλεως | οἱ | Δεξίλεῳ |
| γενική | τοῦ | Δεξίλεω | τῶν | Δεξίλεων |
| δοτική | τῷ | Δεξίλεῳ | τοῖς | Δεξίλεῳς |
| αιτιατική | τὸν | Δεξίλεων | τοὺς | Δεξίλεως |
| κλητική ὦ! | Δεξίλεως | Δεξίλεῳ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δεξίλεω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Δεξίλεῳν | ||
| 2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δεξίλεως < Δεξί(λαος) + -λεως
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.