βροντοκοπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βροντοκοπώ < βροντώ + -κοπώ

Ρήμα

βροντοκοπώ

  1. χτυπάω δυνατά και επίμονα (π.χ. μια πόρτα για να μου ανοίξουν), προκαλώ βρόντο
    Τι βροντοκοπάς έτσι την πόρτα; Κουφοί είμαστε;

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.