*deyḱ-
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
![]() ανασυντεθειμένοι τύποι |
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Παράγωγα
- *deyḱ-néw- ~ *deyḱ-nú-
- ελληνική ρίζα: *deiknéumi
- *doyḱ-éye-ti
- γερμανική ρίζα: *taikijaną
- *diḱ-é-ti
- *dićáti
- σανσκριτικά दिशति (diśáti)
- *dićáti
- *déyḱ-mn̥ ~ *diḱ-mén-s
- ελληνική ρίζα: *déikmə
- αρχαία ελληνικά δεῖγμα
- ελληνική ρίζα: *déikmə
- *diḱ-tós
- ιταλική ρίζα: *diktos
- λατινικά dictus
- ιταλική ρίζα: *diktos
- *deyḱ- στο αγγλικό Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (αρχαία ελληνικά)
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
