*ἀπροστάσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
![]() αμάρτυρος τύπος |
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | — | — | ||
| γενική | τοῦ | ἀπροστασίου | — | |
| δοτική | — | — | ||
| αιτιατική | — | — | ||
| κλητική ὦ! | — | — | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | — | |||
| γεν-δοτ | — | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- *ἀπροστάσιον < → δείτε τη λέξη ἀπροστασίου
Ουσιαστικό
*ἀπροστάσιον, -ου ουδέτερο
- (ελλειπτικό ουσιαστικό) απαντά μόνον στη γενική ενικού ἀπροστασίου σε εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἀπροστασίου
Πηγές
- ἀπροστάσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
