*ἀπροστάσιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
      γενική τοῦ ἀπροστασίου
      δοτική
    αιτιατική
     κλητική !
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ  
γεν-δοτ  
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

*ἀπροστάσιον <  δείτε τη λέξη ἀπροστασίου

Ουσιαστικό

*ἀπροστάσιον, -ου ουδέτερο

  • (ελλειπτικό ουσιαστικό) απαντά μόνον στη γενική ενικού ἀπροστασίου σε εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.