ἀπροστασίου
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀπροστασίου < *ἀπροστάσιον[1] < πρόστασις + -ιον[2] < προΐσταμαι < πρό + ἵσταμαι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ἀπροστασίου ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- γενική ενικού του (αμάρτυρου στην ονομαστική) *ἀπροστάσιον
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
- ἀπροστασία
- ἀπροστασίαστος
- πρόστασις
- πρoστάσσω
από το ἀφίστημι:
- ἀποστάσιον
- ἀποστασίου βιβλίον
- ἀποστασίου δίκη
Πηγές
- ἀπροστασίου - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπροστασίου - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- ἀπροστάσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.