ἀπροστασίου

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπροστασίου < *ἀπροστάσιον[1] < πρόστασις + -ιον[2] < προΐσταμαι < πρό + ἵσταμαι

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ἀπροστασίου ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

  • ἀπροστασία
  • ἀπροστασίαστος
  • πρόστασις
  • πρoστάσσω

από το ἀφίστημι:

  • ἀποστάσιον
  • ἀποστασίου βιβλίον
  • ἀποστασίου δίκη

Πηγές

Αναφορές

  1. ἀπροστάσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.