ῥίνισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ῥίνισμᾰ | τὰ | ῥινίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ῥινίσμᾰτος | τῶν | ῥινισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ῥινίσμᾰτῐ | τοῖς | ῥινίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ῥίνισμᾰ | τὰ | ῥινίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ῥίνισμᾰ | ῥινίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥινίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥινισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ῥίνισμα < ῥινίζω, ῥινισ- + -μα < αρχαία ελληνική ῥίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.