ῥίνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥῑνα-
ονομαστική ῥίνη αἱ ῥῖναι
      γενική τῆς ῥίνης τῶν ῥινῶν
      δοτική τῇ ῥίν ταῖς ῥίναις
    αιτιατική τὴν ῥίνην τὰς ῥίνᾱς
     κλητική ! ῥίνη ῥῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥίν
γεν-δοτ τοῖν  ῥίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥίνη < ῥινός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ῥίνη(ῑ) θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.